ταφρορύκτης

ταφρορύκτης
ο, ΝΜ
αυτός που ανοίγει τάφρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τάφρος + ὀρύκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. φρεατ-ορύκτης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ταφρωρύχος — ο, ΝΜΑ, ταφρορύκτης («καὶ τρίτος ταφρωρύχος Ἀλεξάνδρῳ συνών»,Διογ. Λαέρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τάφρος + ωρύχος (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. μεταλλ ωρύχος. Το ω τού τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”